ουρητήρες

ουρητήρες
(Ανατ.). Δύο αποχετευτικά όργανα των ούρων. Ο ο. είναι ινομυώδης σωλήνας, που ξεκινά από τη νεφρική πύελο και εκβάλλει στην ουροδόχο κύστη. Έχει μήκος 26-30 εκ. Οι δύο άκρες (πέρατα) των ο. απέχουν μεταξύ τους 7-8 εκ. Στις εκβολές των ο. παρουσιάζεται μερικές φορές όγκωμα, που οφείλεται στο γεγονός ότι οι ο. προωθούν το τοίχωμα της κύστης προς τα μέσα. Το όγκωμα αυτό λέγεται ουρητηρικό. Φλεγμονή εξάλλου των ο., γνωστή ως ουρητηρίτιδα, οφείλεται σε κυστική μόλυνση ή νεφρική βλάβη. Χαρακτηρίζεται κυρίως από την εμφάνιση πολυουρίας ή συχνουρίας. Μια άλλη νόσος των ο. είναι η ουρητηρολιθίαση, που οφείλεται σε πέτρες. Στους ο. μπορούν να γίνουν τρεις εγχειρήσεις: η ουρητηροπυελονεοστομία, η ουρητηρορραφία και η ουρητηροτομία. Η πρώτη είναι εγχείρηση που αποσκοπεί στη διαμόρφωση νέου στομίου του ο. μέσα στη νεφρική πύελο, σε περίπτωση στενώματος του ο. Η δεύτερη είναι συρραφή τραύματος και η τρίτη εγχείρηση στην οποία γίνεται τομή κατά μήκος στον ο., από έξω προς τα μέσα (εξωτερική ουρητηροτομία) ή από τα μέσα προς τα έξω (εσωτερική ου-ρητηροτομία), για την αφαίρεση πέτρας ή για την αντιμετώπιση στενώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οὐρητῆρες — οὐρητήρ Aër. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… …   Dictionary of Greek

  • αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …   Dictionary of Greek

  • μεσόδερμα — Το μεσαίο βλαστικό δέρμα, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στο εξώδερμα και στο εσώδερμα, και το οποίο σχηματίζεται στο στάδιο του γαστριδίου της εμβρυϊκής ανάπτυξης των τριπλοβλαστικών οργανισμών. Από το μ. σχηματίζονται οι συνδετικοί ιστοί, τα… …   Dictionary of Greek

  • νεφροστομία — Εισαγωγή ενός μικρού σωλήνα στα νεφρά για την αποχέτευση των ούρων στην επιφάνεια της κοιλιάς, παρακάμπτοντας τους ουρητήρες. Η διαδικασία γίνεται καμιά φορά για να επιτραπεί η επούλωση του ουρητήρα μετά από εγχείρηση. * * * η ιατρ. χειρουργική… …   Dictionary of Greek

  • ουρητήρας — ο (Α οὐρητήρ, ῆρος) στον πληθ. οι ουρητήρες δύο σωληνοειδείς πόροι που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη αρχ. η ουρήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. αυλη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ουρητηραλγία — η ιατρ. πόνος στους ουρητήρες …   Dictionary of Greek

  • ουροποιητικός — ή, ό 1. αυτός που παράγει ούρα 2. φρ. «ουροποιητικό σύστημα» ανατ. σύστημα οργάνων το οποίο αποτελείται από τους νεφρούς, και από τις απαγωγούς ουροφόρους οδούς, δηλαδή τις νεφρικές κάλυκες και τη νεφρική πύλεο, την ουροδόχο κύστη, τους ουρητήρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”