οὐρητῆρες — οὐρητήρ Aër. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… … Dictionary of Greek
αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως … Dictionary of Greek
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
μεσόδερμα — Το μεσαίο βλαστικό δέρμα, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στο εξώδερμα και στο εσώδερμα, και το οποίο σχηματίζεται στο στάδιο του γαστριδίου της εμβρυϊκής ανάπτυξης των τριπλοβλαστικών οργανισμών. Από το μ. σχηματίζονται οι συνδετικοί ιστοί, τα… … Dictionary of Greek
νεφροστομία — Εισαγωγή ενός μικρού σωλήνα στα νεφρά για την αποχέτευση των ούρων στην επιφάνεια της κοιλιάς, παρακάμπτοντας τους ουρητήρες. Η διαδικασία γίνεται καμιά φορά για να επιτραπεί η επούλωση του ουρητήρα μετά από εγχείρηση. * * * η ιατρ. χειρουργική… … Dictionary of Greek
ουρητήρας — ο (Α οὐρητήρ, ῆρος) στον πληθ. οι ουρητήρες δύο σωληνοειδείς πόροι που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη αρχ. η ουρήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. αυλη τήρ)] … Dictionary of Greek
ουρητηραλγία — η ιατρ. πόνος στους ουρητήρες … Dictionary of Greek
ουροποιητικός — ή, ό 1. αυτός που παράγει ούρα 2. φρ. «ουροποιητικό σύστημα» ανατ. σύστημα οργάνων το οποίο αποτελείται από τους νεφρούς, και από τις απαγωγούς ουροφόρους οδούς, δηλαδή τις νεφρικές κάλυκες και τη νεφρική πύλεο, την ουροδόχο κύστη, τους ουρητήρες … Dictionary of Greek